- καταβασανίζω
- μετ. мучить, терзать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καταβασανίζω — (AM καταβασανίζω) (επιτ. τ. τού βασανίζω) βασανίζω πολύ … Dictionary of Greek
καταβασανισθέντων — καταβασανίζω examine thoroughly aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβασανίζειν — καταβασανίζω examine thoroughly pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτυραννώ — ἐκτυραννῶ ( έω) (Μ) 1. καταβασανίζω, καταταλαιπωρώ 2. καταβάλλω … Dictionary of Greek
καταλυμαίνομαι — (AM καταλυμαίνομαι) καταστρέφω κάτι εντελώς, τό αφανίζω νεοελλ. μτφ. μαστίζω, καταβασανίζω … Dictionary of Greek
καταπολιορκώ — καταπολιορκῶ, έω (Μ) 1. πολιορκώ στενά 2. μτφ. καταβασανίζω, λυπώ, στενοχωρώ … Dictionary of Greek
καταταλαιπωρώ — (Μ καταταλαιπωρῶ, έω) ταλαιπωρώ κάποιον πάρα πολύ, καταβασανίζω, υποβάλλω σε πολλές ή φοβερές ταλαιπωρίες μσν. (ενεργ. και παθ.) βασανίζομαι από ταλαιπωρίες, καταθλίβομαι («δεσμοῑς ἀφύκτοις καταταλαιπωρήσας», Θεοφύλ. Σ.) … Dictionary of Greek
κατατρύχω — (AM κατατρύχω) (επιτ. τ. τού τρύχω*) καταπονώ, καταβασανίζω, κατατυραννώ, ταλαιπωρώ («κατατρύχεται από ἔμμονες ιδέες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρύχω «καταπονώ»] … Dictionary of Greek
κατατσακίζω — (Μ κατατσακίζω) (επιτ. τ. τού τσακίζω) 1. τσακίζω κάτι σε πολλά μικρά κομμάτια, καταθρυμματίζω, κατασυντρίβω, κατακομματιάζω 2. μτφ. κατακουράζω, καταπονώ, καταβασανίζω («τόν κατατσάκισε η δουλειά») 3. κατανικώ, κατατροπώνω μσν. 1. αθετώ,… … Dictionary of Greek
σκοτώνω — Ν 1. θανατώνω, φονεύω (α. «σκότωσε τη γυναίκα του» β. «καὶ σκοτωμένους δυο απ αυτούς, πολλ άσκημα ευρήκα», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) προκαλώ βαθιά θλίψη και πόνο, ταλαιπωρώ, σωματικά ή ψυχικά, καταβασανίζω (α. «με αυτό που μού είπες μέ σκότωσες» β.… … Dictionary of Greek
κατατρώγω — και κατατρώω κατάφαγα, καταφαγώθηκα, καταφαγωμένος 1. καταβροχθίζω, καταδαπανώ: Κατάφαγε όλη του την περιουσία. 2. καταβασανίζω: Τον κατατρώει η ζήλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)